- Συριακοῦ
- ΣυριακόςSyrianmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
Δαμασκός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός ήρωας της Αρκαδίας, γιος του Ερμή από τη νύμφη Αλιμήδη. Κατά τον Στέφαvo Βυζάντιο, ήταν ιδρυτής της Δαμασκού της Συρίας, που της έδωσε το όνομά του. 2. Ένας από τους διώκτες της θρησκείας του Διονύσου.… … Dictionary of Greek
Ορθωσία — Όνομα δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Φοινίκης, στις εκβολές του ποταμού Ελεύθερου, ο οποίος ήταν το φυσικό σύνορο της Σελευκίδας με τη Φοινίκη και την Κοίλη Συρία. Επειδή στη διάρκεια του τρίτου Συριακού πόλεμου (247 239 π.Χ.) η πόλη αυτή… … Dictionary of Greek
Σεμίραμις — I Ελληνοποιημένος τύπος του συριακού Σαμμουραμάτ, όνομα θρυλικής Ασσυρίας βασίλισσας, τις περιπέτειες της οποίας διηγούνται διάφοροι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις αυτές, η Σ. ήταν σύζυγος του βασιλιά Νίνου και μετά τον… … Dictionary of Greek
εστράγγελος γραφή — η γραφικό σύστημα που αποτελείται από κράμα ελληνικού και συριακού αλφαβήτου, αλλιώς στρογγυλογράμματη ή στρογγύλη γραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. συρ. estragelāyē < ελλ. στρογγύλος] … Dictionary of Greek
ορθωσία — Όνομα δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Φοινίκης, στις εκβολές του ποταμού Ελεύθερου, ο οποίος ήταν το φυσικό σύνορο της Σελευκίδας με τη Φοινίκη και την Κοίλη Συρία. Επειδή στη διάρκεια του τρίτου Συριακού πόλεμου (247 239 π.Χ.) η πόλη αυτή… … Dictionary of Greek
σταγονίτις — ίτιδος, ἡ, Α ο ρητινώδης οπός τού συριακού φυτού νάρθηξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταγών, όνος + επίθημα ῖτις (πρβλ. σελην ῖτις)] … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek